στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας
γεμάτης πανσέληνο,
φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη των χρωμάτων, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Νύχτα της πόλης καλοκαιρινή
Το γκρίζο του βραδιού στη γη πυκνώνει,
κι είναι πια νύχτα ό,τι σαν πέπλος
κρύος τις Λατέρνες ζώνει.
Μ’ απροσδιόριστα ξάφνου, Λίγο ψηλότερα,
ο άδειος κι ανάλαφρος πύρινος τοίχος
οπίσθιου δώματος,
στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας
γεμάτης πανσέληνο,
φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…
Ψηλά τότε μια απλωσιά
γλυστρά παραπέρα,
αλώβητη- καλά φυλαγμένη,
και τα παράθυρα παντού στα πλευρά
ακατοίκητα φαίνονται και λευκά.
Άνθρωποι μέσα στη νύχτα
Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.
Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,
να τον ζητάς γι’ αυτό δεν πρέπει.
Κι αν νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,
ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,
έτσι και ποιον θα δεις, στοχάσου.
Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά
από το φως που απ’ τα πρόσωπά τους στάζει,
κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,
έναν κόσμο κλονισμένο θα κοιτούσες
σ’ άτακτο πυκνό μπουλούκι.
Στα μέτωπά τους χλωμή λάμψη
έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,
στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,
κι από τα χέρια τους κρέμεται η βαριά
χειρονομία, που τους επιτρέπει
στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.
Και λεν ολοένα: Εγώ κι εγώ
Κι εννοούν: τον καθένα.
(μετ. Ανδρέας Πετρίδης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου