Ήταν ένα βαθύ κι εξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτό κι ασύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ημέρας,
δεν είχε λάμψει τόσο, σα πετράδι...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινή Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Φαντάσματα
Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι ὁ Νόμος ὁ Τρανός του!
Κι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστου,
φαντάσματα, ὅλοι καὶ καπνοί, στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου,
-μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-,
μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει,
ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι ἡ νύχτα πάλι παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό, μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλο,
μισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο...
Βαθύ κι εξαίσιο βράδυ
Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι...
Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία...
Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει...
Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη...
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου