Σφύρα, καράβι αργήσαμε.
κι αν φτάσουμε όπου πάμε,
στάσου λίγο, μα ύστερα
σφύρα να φεύγουμε όλο...
Γιάννης Σταύρου, Στα μαύρα νερά του λιμανιού, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Καρυωτάκης
Νηπενθή
Στροφές
(1)
Εἴκοσι χρόνια παίζοντας
ἀντὶ χαρτιὰ βιβλία,
εἴκοσι χρόνια παίζοντας,
ἔχασα τὴ ζωή.
Φτωχὸς τώρα ξαπλώνομαι,
μίαν εὔκολη σοφία
ν᾿ ἀκούσω ἐδῶ ποὺ πλάτανος
γέρος μου τὴ θροεῖ.
(2)
Ἀπ᾿ ὅλα θέλω ἐλεύτερος
νὰ πλέω στὰ χάη τοῦ κόσμου.
Ἂν ἕνας φίλος μοῦ ῾μεινε,
νὰ φύγει, νὰ περάσει.
Κι ὅταν ζητήσει ὁ θάνατος
τὰ πλούτη πὄχω μάσει,
σένα, πικρία μου ἀπέραντη,
μονάχο νά ῾χω βιός μου.
(3)
Γιὰ τὴ ζωή σου μοῦ ῾λεγες,
γιὰ τὸ χαμὸ τῆς νιότης,
γιὰ τὴν ἀγάπη μας ποὺ κλαίει
τὸν ἴδιο θάνατό της,
κι ἐνῷ μία ὀγρὴ στὰ μάτια σου
περνοῦσε ἀναλαμπή,
ἥλιος φαιδρὸς ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὸ
παράθυρο εἶχε μπεῖ.
(4)
Τί χάνω ἐγὼ τὶς μέρες μου
τὴ μία κοντὰ στὴν ἄλλη,
κι ὅπως μοῦ ἀσπρίζουν τὰ μαλλιὰ
ξινίζει τὸ κρασί,
ἀφοῦ μονάχα ὅταν περνῶ
τὸ βλέμμα ἀπὸ κρουστάλλι,
μὲ νέα ρετσίνα ὁλόγεμο
βλέπω τὴ ζωὴ χρυσή;
(5)
Ἡ νύχτα μᾶς ἐχώρισεν
ἀπὸ ὅσους ἀγαπᾶμε
πρὶν μᾶς χωρίσει ἡ ξενιτιά.
(Νά ῾ναι ὅλοι ἐκεῖ στὸ μόλο;)
Σφῦρα, καράβι ἀργήσαμε.
κι ἂν φτάσουμε ὅπου πᾶμε,
στάσου λίγο, μὰ ὕστερα
σφῦρα νὰ φεύγουμε ὅλο.
(6)
Λεῦκες, γιγάντιοι καρφωτοὶ
στὰ πλάγια ἐδῶ τοῦ δρόμου,
δέντρα μου, ἐστέρξατε ὁ βοριὰς
τὰ φύλλα σας νὰ πάρει.
Σκιὲς ἐμείνατε σκιῶν
ποὺ ρέουν στὸ μέτωπό μου,
καθὼς πηγαίνω χάμου ἐγὼ
κι ἀπάνω τὸ φεγγάρι.
(7)
Χαρά! Ἡ χαρά! Στὰ νέα χαρὰ
παιδιά! Τραβοῦνε -- ὡραῖοι
μαῦροι λῃστὲς -- τὴν κόρη ζωὴ
δεμένη ν᾿ ἀγαπήσουν.
Μὰ στὸ βιβλίο σου ὁλάνοιχτο,
στὰ φύλλα του αὔρα πνέει,
τρελέ, τρελέ, ποὺ ἐγέρασες
καὶ νέος ποτὲ δὲν ἤσουν.
(8)
-- Ποιητή, κυλάει τὸ γέλιο μου
μέλι καὶ χλεύη, ἀλλὰ
δὲν παύεις νὰ σφυροκοπᾷς
τῶν ἤχων τὰ στεφάνια
-- Κόρη, δουλεύω ἀνώφελα,
μὰ ἡ στείρα τί ὡφελᾶ
καὶ σιωπηλὴ τοῦ ἀχάτινου
ματιοῦ σου ὑπερηφάνια;
(9)
Ἀντίο! Ἀντίο! Μὲ τὰ οὐράνια
μάτια σας καὶ μὲ βιόλες
στὸ λαιμό, ἐφύγατε, ξανθὲς
ἐρώτων νέων ἐλπίδες.
Ἀντίο, κι ἐσὺ ποὺ στρέφοντας,
ὅταν χαθήκανε ὅλες
πάλι νὰ παίρνω τὸ βαθύ,
σκοτεινὸ δρόμο μ᾿ εἶδες!
(10)
Μπρούτζινος γύφτος -- τράλαλα! --
τρελὰ πηδάει κεῖ πέρα, χαρούμενος ποὺ ἐδούλευε
τὸν μπροῦτζον ὅλη μέρα
καὶ πού ῾χει τὴ γυναῖκα του
χτῆμα του καὶ βασίλειο.
Μπρούτζινος γύφτος -- τράλαλα! --
δίνει κλοτσιὰ στὸν ἥλιο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου