Πάνω απ’ τη λίμνη στάθηκε η σελήνη
και μοιάζει με παράθυρο ανοιχτό
σε φωτισμένο σπίτι, σιωπηλό,
όπου κάτι κακό λες κι έχει γίνει...
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή σελήνης, λάδι σε καμβά
Άννα Αχμάτοβα
Πάνω απ' τη λίμνη στάθηκε η σελήνη...
Πάνω απ’ τη λίμνη στάθηκε η σελήνη
και μοιάζει με παράθυρο ανοιχτό
σε φωτισμένο σπίτι, σιωπηλό,
όπου κάτι κακό λες κι έχει γίνει.
Μη φέραν τον αφέντη πεθαμένο,
μη φύγανε η κυρά κι ο εραστής,
ή το παπούτσι βρήκαν της μικρής
που χάθηκε, στην όχθη σκαλωμένο.
Από τη γη δε φαίνεται. Όμως όλοι
τη νοιώσαμε, βουβοί τη συμφορά.
Σκούζαν τα νυχτοπούλια σιγαλά,
βαρύς τάραξε αέρας το περβόλι.
(Μετ, Κάρολος Τσίζεκ)
Το τραγούδι της τελευταίας συνάντησης
Κρύα πέτρα μου πλάκωνε τα στήθη
μα ήταν ανάλαφρα τα βήματά μου.
Έβαλα το ζερβί στην ταραχή μου
γάντι, στο χέρι το δεξί μου.
Πολλά φαινόντανε τα σκαλοπάτια
κι ας ήξερα πως ήταν μόνο τρία!
Μέσα απ’ τα σφεντάμια ο Νοέμβρης μού λέει:
‘‘Έλα να πεθάνουμε μαζί!’’ και κλαίει.
‘‘Γελάστηκα – ακούς; – από μια μοίρα
άπιστη, μοχθηρή, δίχως καρδιά.’’
‘‘Κι εγώ, γλυκέ, γλυκέ μου – κάνω –
θα ’ρθώ μαζί σου να πεθάνω’’.
Του στερνού ραντεβού είναι το τραγούδι.
Στρέφω, το σκοτεινό σπίτι κοιτάζω.
Στην κάμαρα κεριά ανάβαν μόνο
με αδιάφορη κίτρινη φλόγα. Κρυώνω.
Καθώς με καλαμάκι την ψυχή μου ήπια.
Ξέρω τη γεύση της: φαρμάκι που μεθάει·
μα το μαρτύριο δεν χαλάω με ικεσίες·
γαλήνη τόσων ημερών, που πήες;
Όταν τελειώσεις, πές το. Δε λυπάμαι
κι αν λείψει από τη γην αυτή η ψυχή μου.
Θα πάρω σβάρνα δρόμους και σοκάκια
πως παίζουνε να βλέπω τα παιδάκια.
Ανθεί τ’ αγκαθοστάφυλο στους βάτους,
πίσω απ’ το φράχτη τούβλα κουβαλούνε.
Ποιος είσαι; Εραστής μου, αδερφός; Δεν ξέρω.
Να μάθω δε χρειάζεται, δε θέλω.
Πώς φέγγει εδώ δα και δίχως σκέπη·
το κουρασμένο ξεκουράζεται κορμί μου…
Κι οι διαβάτες με λυπούνται: η κακομοίρα,
σκέφτονται, χτεσινή φαίνεται χήρα.
(Μετ, Ρίτα Μπούμη-Παπά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου