t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου...

μια φωνή στον ορθωμένο αέρα,
διόλου προφητική απότοκο δική μου,
να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου...


A voice in the erected air,
No prophet-progeny of mine,
Cry my sea town was breaking...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά

Ντύλαν Τόμας
Είκοσι τέσσερα έτη

Είκοσι τέσσερα έτη θυμίζουν τα δάκρυα των ματιών μου.
(Θάψτε τους νεκρούς μην περπατήσουν ώς τον επίτοκο τάφο).
Στον θόλο της φυσικής διόδου ζάρωσα σαν ράφτης
που ράβει σάβανο για ταξίδι
υπό το φως του σαρκοφάγου ήλιου.
Ντυμένος για τον θάνατο, απαρχή της φιλήδoνης αγέρωχης περπατησιάς,
με τις κόκκινες φλέβες μου γεμάτες χρήματα,
προς την τελική κατεύθυνση της πρωτογενούς πόλης
προχωρώ για όσο το πάντα διαρκεί.

Σαν ξύπνησα

Σαν ξύπνησα, η πόλη μίλησε.
Πουλιά και ρολόγια κι εγκάρσιες καμπάνες
βούιζαν πλάι στο κουλουριασμένο πλήθος,
ακόλαστοι με ουρά στην πυρά,
ζιζάνια και τελώνια του ύπνου,
η διπλανή θάλασσα αφάνιζε
βατράχους και σατανάδες και γυναικείους οιωνούς,
ενώ έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι,
ώς την κορφή μες στο αίμα του,
καρατομούσε το πρωινό,
ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
με τη γυριστή γενειάδα του από κάποιο βιβλίο,
λειάνιζε το τελευταίο φίδι σαν
να 'ταν ραβδί ή λεπτό κλαρί,
με τη γλώσσα του γδαρμένη στο γύρισμα ενός φύλλου.

Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός της κλίνης, το καλό και το κακό,
μετά από ένα νίψιμο περίπατο,
την ακατάσχετη ανάσα θανατικής καταπληξίας
μαμούθ και θάνατο
τη γη όλων.
Εδώ που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα κι οι βάρκες σαν πάπιες
άκουσα, τούτο το πρωινό, ξυπνώντας,
αλλιώτικη από τους θορύβους της πόλης
μια φωνή στον ορθωμένο αέρα,
διόλου προφητική απότοκο δική μου,
να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου.
Χρόνος ανύπαρκτος, είπαν τα ρολόγια, Θεός ανύπαρκτος, σήμαναν οι καμπάνες,
τράβηξα τα λευκά σεντόνια πάνω από τα νησιά
και τα νομίσματα πάνω στα βλέφαρά μου κροτάλισαν σαν όστρακα.

(μετ. Νέλλη Μπουραντάνη)

Dylan Thomas
Twenty Four Years

Twenty-four years remind the tears of my eyes.
(Bury the dead for fear that they walk to the grave in labour.)
In the groin of the natural doorway I crouched like a tailor
Sewing a shroud for a journey
By the light of the meat-eating sun.
Dressed to die, the sensual strut begun,
With my red veins full of money,
In the final direction of the elementary town
I advance as long as forever is.

When I woke


When I woke, the town spoke.
Birds and clocks and cross bells
Dinned aside the coiling crowd,
The reptile profligates in a flame,
Spoilers and pokers of sleep,
The next-door sea dispelled
Frogs and satans and woman-luck,
While a man outside with a billhook,
Up to his head in his blood,
Cutting the morning off,
The warm-veined double of Time
And his scarving beard from a book,
Slashed down the last snake as though
It were a wand or subtle bough,
Its tongue peeled in the wrap of a leaf.

Every morning I make,
God in bed, good and bad,
After a water-face walk,
The death-stagged scatter-breath
Mammoth and sparrowfall
Everybody's earth.
Where birds ride like leaves and boats like ducks
I heard, this morning, waking,
Crossly out of the town noises
A voice in the erected air,
No prophet-progeny of mine,
Cry my sea town was breaking.
No Time, spoke the clocks, no God, rang the bells,
I drew the white sheet over the islands
And the coins on my eyelids sang like shells.

Δεν υπάρχουν σχόλια: