t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Π. Κονδύλης: Η εθνική πολιτική και η Ελλάδα στο ρόλο του "φαντασιόπληκτου θορυβοποιού"...

...η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δικές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν...

http://yannisstavrou.blogspot.com 

Παναγιώτης Κονδύλης 
Προϋποθέσεις, παράμετροι καί ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής 
(απόσπασμα από το επίμετρο του βιβλίου του Π. Κονδύλη ΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ) 

Ἡ κομματικοποίηση τῶν μεγάλων θεμάτων τῆς ἐθνικῆς πολιτικῆς καὶ ἡ ἄγρια ἐσωτερική τους ἐκμετάλλευση εἶναι πασίγνωστη ἤδη ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πάντες τὴν ἐπιρρίπτουν στοὺς πάντες — διαιωνίζοντας την. Στὸ σημεῖο αὐτὸ γίνεται ἐμφανέστατη ἡ ἐθνικὴ ἀνεπάρκεια τοῦ ἑλληνικοῦ «πολιτικοῦ κόσμου» καὶ συνάμα ὁ ὀργανικός του συγχρωτισμὸς μὲ τὴ σημερινὴ κατάσταση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ὁ ὁποῖος τὸν καθιστᾶ ἀνίκανο νὰ τῆς ἀντιπαραταχθεῖ γιὰ νὰ τὴν καθοδηγήσει. Ὁ κατακερματισμὸς τῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἐθνικὴ πολιτική, ὁ μικροπολιτικός της χειρισμὸς καὶ ἡ σύνδεσή της μὲ ζητήματα προσωπικοῦ γοήτρου ἀντανακλοῦν τὸν κατακερματισμὸ τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, τὸν ἀποπροσανατολισμὸ τοῦ συνόλου λόγω τοῦ ἰδιοτελοῦς καὶ παρασιτικοῦ προσανατολισμοῦ τῶν ἀτόμων καὶ τῶν ὁμάδων.  
Σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο θὰ ἦταν βέβαια μάταιο ν’ ἀναμένει κανεὶς ἀπὸ τοὺς συγκαιρινοὺς Ἕλληνες διανοουμένους νὰ δώσουν ἐκεῖνοι ὅ,τι ἀδυνατεῖ νὰ δώσει ὁ κατὰ τεκμήριο ἀρμοδιότερος «πολιτικὸς κόσμος». Ὄχι μόνον ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι εἶναι κατακερματισμένοι σὲ ὁμάδες ἐπίσης κατακερματισμένες σὲ ἐν πολλοῖς αὐτιστικὰ ἄτομα, ὄχι μόνον ἐπειδὴ ἡ γενική τους μόρφωση θυμίζει ὡς πρὸς τὸ ποιὸν καὶ τὴ συγκρότησή της τὸν ἀεριτζίδικο καὶ αὐτοσχεδιαστικὸ χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας, ὄχι μόνον ἐπειδὴ γιὰ τὶς παγκόσμιες πολιτικοοικονομικὲς ἐξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ἀκόμα λιγότερα καὶ ἀπὸ τὰ ὅσα ἐπιφανειακὰ καὶ ἀσυνάρτητα γράφονται στὶς ἑλληνικὲς ἐφημερίδες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν πρόσθετο λόγο: ἐπειδὴ ἀντιλαμβάνονται τὴν πολιτικὴ μὲ βάση φιλολογικὲς ἢ ἠθικολογικὲς κατηγορίες καὶ ἐπιχειροῦν πολιτικὲς ἀποφάνσεις στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀντίστοιχων νερουλῶν γενικεύσεων.  
Πλεῖστοι ὅσοι  «ἀριστεροὶ»  διανοούμενοι πέρασαν τὴ ζωὴ τους κανοναρχῶντας ὅτι ἡ οἰκονομία εἶναι ἡ  «βάση»  καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὸ  «ἐποικοδόμημα» , χωρὶς ὡστόσο ποτὲ τους νὰ πληροφορηθοῦν τί σημαίνει ἐθνικὸ εἰσόδημα ἤ ἰσοζύγιο πληρωμῶν καὶ χωρὶς ποτὲ νὰ προσπαθήσουν νὰ κατανοήσουν τὰ συγκεκριμένα προβλήματα τῆς χώρας τους ξεκινῶντας (καὶ) ἀπὸ τέτοια μεγέθη. Γι' ἄλλους πάλι, οἱ ὁποῖοι κηρύσσουν τὴν ὑπεροχὴ ἤ καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ  πολιτισμοῦ  ἤ τοῦ  πνεύματος , ἡ ἀφ' ὑψηλοῦ θεώρηση ἤ ἡ ἄγνοια οἰκονομικῶν, γεωπολιτικῶν ἤ στρατιωτικῶν παραγόντων μπορεῖ καὶ ν' ἀποτελεῖ περίπου τίτλο τιμῆς. Βεβαίως, μιὰ παλαιὰ καὶ δόκιμη κοινωνιολογικὴ διάκριση μᾶς λέει ὅτι διανοούμενος καὶ ἐπιστήμονας εἶναι δύο διαφορετικὰ πράγματα, ἐφ' ὅσον κύριο μέλημα τοῦ δευτέρου εἶναι ἡ συναγωγὴ πορισμάτων ἀπὸ τὴ μεθοδευμένη συλλογὴ καὶ ταξινόμηση ἐμπειρικοῦ ὑλικοῦ, ἐνῷ ὁ πρῶτος ἐνδιαφέρεται περισσότερο νὰ ἐμφανισθεῖ ὡς ταγός τῆς κοινωνίας μέσῳ τῆς διακήρυξης διαφόρων ἠθικῶν, αἰσθητικῶν καὶ ἄλλων ἰδεωδῶν. Ἀπ' αὐτὴ τὴν ἄποψη δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένει κάνεις ἀπὸ Ἕλληνες διανοουμένους νὰ προσφέρουν ὅτι ἐξ ὁρισμοῦ δὲν μποροῦν νὰ δώσουν. Τὸ μειονέκτημα τῆς Ἑλλάδας σὲ σχέση μὲ ἄλλες χῶρες εἶναι ἡ ἔλλειψη μίας πολιτικῆς ἐπιστήμης συγκροτημένης πάνω σὲ πραγματιστικὴ βάση καὶ ἀσκούμενης ἀπὸ ἐπιστήμονες, ἡ ὁποία ν' ἀντιζυγιάζει μέσα στὸν δημόσιο διάλογο τὰ φληναφήματα, τὰ εὐχολόγια καὶ τὶς ἀμπελοφιλοσοφίες.
Ἡ κοινωνιολογικὴ δυσμορφία τῶν ἐπίλεκτων ὁμάδων, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρύτερου συνόλου τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, δὲν ἐμποδίζει ἁπλῶς τὴν ἐφαρμογὴ μίας τελεσφόρας ἐθνικῆς πολιτικῆς πού καθ' αὐτὴν (θὰ μποροῦσε νὰ) ἔχει σχεδιασθεῖ στὸ χαρτί. Ἐμποδίζει τὴν ἴδια τὴ σύλληψη καὶ τὴν ὑποτύπωσή της. Πράγματι, οἱ βασικὲς ἀπόψεις πού διαγράφονται πάνω στὸ θέμα αὐτὸ οὔτε συνεκτικὲς καὶ λεπτομερεῖς εἶναι (μᾶλλον θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει λόγος γιὰ χαλαρὲς καὶ ἐν μέρει ἀλληλοσυμπλεκόμενες τάσεις) οὔτε ἄμοιρες μονομέρειας καὶ ἀνεδαφικότητας. Ὡς κυρίαρχη καὶ εὐρύτερα ἀποδεκτή ἐθνικὴ πολιτικὴ ἐμφανίζεται σήμερα ὁ  «εὐρωπαϊκὸς προσανατολισμὸς»  τῆς χώρας, μὲ τελικό του σκοπὸ τὴν ὀργανική της ἔνταξη σὲ μίαν οἰκονομικὰ καὶ πολιτικοστρατιωτικὰ ἑνοποιημένη Εὐρώπη, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ὁποίας ἡ Ἑλλάδα καὶ τὴν οἰκονομία της θὰ ἐκσυγχρόνιζε καὶ τὴν ἀκεραιότητά της θὰ διασφάλιζε — κοντολογῆς θὰ ἔλυνε τὸ πρόβλημα τῆς ἐθνικῆς της βιωσιμότητας. 
Πολὺ φοβοῦμαι ὅτι στὴν προοπτικὴ αὐτὴ κατὰ κύριο λόγο ἀντανακλῶνται ὄχι πραγματικὲς δυνατότητες παρὰ εὐσεβεῖς πόθοι ἀνάμικτοι μὲ μυθολογικὲς κατασκευές.  Ὅπως δηλαδή ἡ ἀκάματη ἑλληνικὴ μυθολογικὴ φαντασία πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκόμη ἀπέδιδε ὅλα τὰ δεινὰ στὰ ζοφερὰ σχέδια καὶ τεχνάσματα τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, ἔτσι τώρα ἀναμένει ὅλα τὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸ ἀντίθετο μυθολόγημα, ἐκεῖνο τῆς γενναιόδωρης κι ἀλληλέγγυας  Εὐρώπης. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς ὅτι, ἀπὸ ψυχολογικὴ ἄποψη, ἡ εὐρωπαϊκὴ πανάκεια ἀποτελεῖ μίαν ἀκόμη  μεταμφίεση τοῦ ὄψιμου  ἐπιχώριου εὐδαιμονισμοῦ,  ὁ ὁποῖος ὀνειρεύεται ἀνεξάντλητες πηγὲς ἐπιδοτήσεων καὶ συνάμα τὴν ἔμμεση τουλάχιστον διασφάλιση τῶν συνόρων ἀπὸ ξένα ὄπλα, ἔτσι ὥστε νὰ κατοχυρωθεῖ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς καὶ νὰ «τὴν ἀράξει». 
Ὡστόσο ἀκόμα καὶ μία γνώση τῶν διεθνῶν πραγμάτων τόσο ἀτελής, ὅσο αὐτὴ πού συναντᾶται κατὰ κανόνα στὴν Ἑλλάδα, θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ θεωρηθεῖ πρακτικὰ ἕωλη μία οὐσιώδης προϋπόθεση τῆς εὐρωπαϊκῆς προοπτικῆς, δηλαδή ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ «Εὐρώπη» θὰ ἀποτελέσει κάποτε, ἂν ὄχι μία πραγματικὴ πολιτικὴ ἑνότητα, πάντως ἕνα σύνολο κρατῶν ἱκανὸ νὰ δρᾶ σὲ κάθε περίπτωση ἑνιαῖα καὶ ἀποφασιστικὰ· τόσο ἡ ἔνταση τῶν πλανητικῶν ἀνταγωνισμῶν ὅσο καὶ ἡ ὄξυνση τοῦ προβλήματος τῆς ἐνδοευρωπαϊκῆς ἡγεμονίας, ἰδιαίτερα μετὰ τὴ γερμανικὴ ἐπανένωση, μᾶλλον τὶς κεντρόφυγες παρὰ τὶς κεντρομόλες δυνάμεις θὰ ἐνισχύσει στὴν εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο, κι ἂς μὴ μιλήσουμε καθόλου γιὰ τὴν ἐπικείμενη διεύρυνση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας ἢ γιὰ τὶς μελλοντικὲς ἐξελίξεις στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη. 
Οἱ τριγμοὶ πού ἀκούγονται στὰ θεμέλια του εὐρωπαϊκοῦ πολιτικοῦ συστήματος, καθὼς στὶς μεγαλύτερες εὐρωπαϊκὲς χῶρες τὸ κῦρος τῶν κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ἐνῷ νέα ἀνέρχονται· ἡ διαγραφόμενη γιὰ τὸ ἄμεσο μέλλον οἰκονομικὴ στασιμότητα καὶ ἡ συνεπόμενη στενότητα τῶν πόρων οἱ οἰκολογικὲς καὶ πληθυσμιακὲς ἀναταραχές: ὅλα αὐτά, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ρίξουν τὸ κάθε ἔθνος πίσω στὶς δικές του δυνάμεις, καθὼς εἶναι εὐκολότερο νὰ συμμετέχουν ὅλοι στὴν κοινὴ εὐημερία παρὰ ὁ ἕνας νὰ βαστάζει τὰ βάρη τοῦ ἄλλου. Στὴν περίπτωση αὐτή, στοὺς κόλπους τῆς «Εὐρώπης» μᾶλλον θὰ εἴχαμε ἕναν συνασπισμὸ τῶν ἰσχυρῶν μὲ σκοπὸ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τοὺς ἀδύνατους ἢ ἀνίκανους παρὰ τὴν ἀδελφικὴ διανομὴ πρὸς ἀνακούφιση ὅσων ὀλιγώρησαν ἢ ὑστέρησαν.
Ἀλλὰ ἔστω κι ἂν δεχθοῦμε τὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὅτι δηλαδή ἡ  Εὐρώπη  ἑνοποιεῖ, κοντὰ στὴν οἰκονομική, καὶ τὴν πολιτικοστρατιωτική της βούληση, καὶ πάλι δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι ἡ βούληση αὔτη θὰ συμπέσει σὲ κρίσιμα σημεῖα μὲ τὴν ἑλληνικὴ βούληση — ἂν μέχρι τότε ὑπάρχει ἑλληνικὴ ἐθνικὴ βούληση. Πάντως οἱ τελευταῖοι μῆνες τοῦ 1992 ἔδειξαν, καὶ οἱ ἐρχόμενοι θὰ δείξουν εὐκρινέστερα ἀκόμη, ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι ἑταῖροι τῆς Ἑλλάδας διόλου δὲν συμμερίζονται τὶς ἐπιθυμίες καὶ ἐπιδιώξεις της ὅσον ἀφορᾷ στὶς σχέσεις της μὲ τοὺς ἄμεσους γείτονες της (μερικοὶ μάλιστα ἀπ' αὐτοὺς τὴ θεωροῦν ὡς φαντασιόπληκτο θορυβοποιὸ) καὶ ὅτι προτίθενται νὰ ρυθμίσουν τὴ στάση τους ἀπέναντι στὰ συναφῆ προβλήματα μὲ γνώμονα τὶς δικές τους ἀπόψεις καὶ τὰ δικά τους συμφέροντα.   
Ὅποιος ἀπέναντι στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἄρχιζε καὶ πάλι τοὺς ἠθικολογικοὺς ὀδυρμούς καὶ διερρήγνυε τὰ ἱμάτια του ζητῶντας τὸ  δίκαιο , θὰ ἀπεδείκνυε ἁπλῶς ὅτι βρίσκεται ἀκόμη στὸ νηπιακὸ στάδιο τῆς πολιτικῆς ἡλικίας. Θὰ ἦταν πολὺ ἀξιοπρεπέστερο —καὶ γονιμώτερο— ἂν τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος ἕσφιγγε τὰ δόντια καὶ ἀντλοῦσε ἕνα πικρό, ἀλλά  ζωτικὸ διπλὸ συμπέρασμα: ὅτι ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα ἀποτελεῖ στὸ πλαίσιο τῆς διεθνοῦς κοινότητας μιὰ παρακατιανὴ ἐπαρχία, ἡ ὁποία, κατὰ μέγα μέρος ἀπὸ δική της ὑπαιτιότητα, εἶναι ὄχι μόνον ἀνίσχυρη, ἀλλά  καὶ ἀνυπόληπτη, καὶ ὅτι γι' αὐτὸν τὸν λόγο σὲ κάθε μεγάλη κρίση θὰ βρεθεῖ ἐξ ἴσου μονὴ ὅσο λ.χ. καὶ τὸ 1974. Βεβαίως, μιὰ τέτοια νηφάλια διαπίστωση κάθε ἄλλο παρὰ πρέπει νὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ —διόλου νηφάλια— διάθεση ἀποκοπῆς ἀπὸ κάθε συμμαχία καὶ κάθε εἴδους ἔνταξη σὲ ὑπερεθνικοὺς ὀργανισμούς. Ἄλλα, ἂν θυμηθοῦμε τὰ ὅσα εἴπαμε πρὶν σχετικὰ μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἐνεργοποίησης τῶν συμμαχιῶν καὶ τὰ μεταφέρουμε στὶς σχέσεις τῆς Ἑλλάδας μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα, θὰ δοῦμε ὅτι μόνο μιὰ ἰσχυρὴ (καὶ στὴν ἀνάγκη αὐτάρκης) Ἑλλάδα θὰ προσδώσει πολιτικὸ βάρος στὴν εὐρωπαϊκὴ ἔνταξη, ὄντας σεβαστὴ στοὺς ἑταίρους της· ὅπως δείχνει καθημερινὰ ἡ ἐμπειρία, ἡ ἒνταξη ἀπὸ μονή της οὔτε ἀποτελεῖ οἰκονομικὴ ἤ πολιτικὴ πανάκεια οὔτε ἰσχυροποιεῖ αὐτόματα τὴν Ἑλλάδα μέσα στὴν ἰδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια.  Ἴσως νὰ φαίνεται παράδοξο, ἀλλά  στὸ πλαίσιο μίας τελεσφόρας καὶ μακρόπνοης ἐθνικῆς πολιτικῆς ὁ ἐξευρωπαϊσμός, καὶ ὁ ἐκσυγχρονισμὸς γενικότερα, πρέπει νὰ προχωρήσουν ἀκριβῶς γιὰ νὰ μπορεῖ μιὰ κραταιωμένη Ἑλλάδα νὰ μὴν εἶναι ἐξάρτημα ἤ μπαίγνιο τῆς  Εὐρώπης, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση, ἂν χρειασθεῖ, νὰ τραβήξει τὸν δρόμο πού θὰ τῆς ὑπαγορεύσουν τὰ δικά της συμφέροντα, ὅταν αὐτά συγκρουσθοῦν μὲ ἐκεῖνα τῶν Εὐρωπαίων ἑταίρων της.

Ὥστε ἡ «εὐρωπαϊκὴ ἔνταξη» διόλου δὲν θὰ λύσει τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς πολιτικῆς κατὰ τὸν εὐθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοὶ Ἕλληνες «εὐρωπαϊστές», ποζάροντας ἀπὸ τώρα ὡς ξεσκολισμένοι καὶ ὑπερώριμοι «Εὐρωπαῖοι». Ὅμως ἐπίσης δὲν θὰ τὰ ἔλυνε μία ἑλληνοκεντρικὴ ἀναδίπλωση, ἡ ὁποία ναὶ μὲν εἶναι χρήσιμη γιὰ νὰ θυμᾶται κανεὶς πού καὶ πού ὅτι σὲ τελευταία ἀνάλυση πρέπει νὰ σταθεῖ στὰ δικά του τὰ πόδια, ἐφ’ ὅσον οὔτε ἀπὸ τὸ πετσὶ του μπορεῖ νὰ βγεῖ, ὡστόσο καθίσταται ἐπιζήμια ὅταν ὡς πρόταση συνάπτεται μὲ διάφορες ἀνιστόρητες ἀνοησίες πού ἀντιπαραθέτουν στὴν «πνευματικὴ» Ἀνατολὴ τὴν «ὑλόφρονα» Δύση κτλ. 
Τέτοιες ἀντιλήψεις μποροῦν νὰ χρησιμεύσουν μονάχα ὡς ἰδεολογικὲς ὑπεραναπληρώσεις λαῶν συχνὰ ταπεινωμένων καὶ μὲ ἐλάχιστη συνεισφορὰ στὸν σύγχρονο πολιτισμό, δὲν προσφέρονται ὅμως ὡς πυξίδα μίας ἐθνικῆς πολιτικῆς πάνω στὸν σημερινὸ πλανήτη. 
Γιατί, θέτοντας στὸ ἐπίκεντρο ἠθικὰ ἢ μεταφυσικὰ μεγέθη, φενακίζουν τὰ πνεύματα, καθὼς ἐπικαλύπτουν κάτω ἀπὸ διανοουμενίστικες ἀοριστολογίες τὴν καθοριστικὴ σημασία τῆς μεθόδου τοῦ οἰκονομεῖν γιὰ μία σύγχρονη κοινωνία καὶ τοὺς ὑπαρξιακοὺς κινδύνους μίας οὐσιώδους ὀλιγωρίας στὸ σημεῖο αὐτό. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ συνήθης ἀντιπαράθεση τῶν ἐκσυγχρονιστικῶν τάσεων πρὸς τὴν καλλιέργεια τῆς ἐθνικῆς παράδοσης εἶναι ἁπλουστευτικὴ καὶ παραπλανητική. Μονάχα ἡ εὐόδωση τῆς ἐκσυγχρονιστικῆς προσπάθειας ἐπιτρέπει τὴν ἐπιτυχῆ ἅμιλλα μὲ ἄλλα ἔθνη καὶ ἔτσι χαρίζει τὴν αὐτοπεποίθηση ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τὴν ἀπροβλημάτιστη ἀναστροφὴ μὲ τὴν ἐθνικὴ παράδοση καὶ καθιστὰ ψυχολογικὰ περιττὸ τὸν πιθηκισμό. Ἀντίθετα, ἡ ἀνικανότητα ἑνὸς ἔθνους νὰ συναγωνισθεῖ τὰ ἄλλα σὲ ὅ,τι σήμερα — καλῶς ἤ κακῶς — θεωρεῖται κεντρικὸ πεδίο τῆς κοινωνικῆς δραστηριότητας θέτει σὲ κίνηση ἕναν διπλὸ ὑπεραναπληρωτικὸ μηχανισμό: τὸν πιθηκισμὸ ὡς προσπάθεια νὰ ὑποκαταστήσεις μὲ ἐπιφάσεις ὅ,τι δὲν κατέχεις ὡς οὐσία καὶ τὴν παραδοσιολατρία ὡς ἀντιστάθμισμα τοῦ πιθηκισμοῦ. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, ὁ πτωχοπροδρομικὸς ἑλληνοκεντρισμὸς καὶ ὁ κοσμοπολίτικος πιθηκισμὸς ἀποτελοῦν μεγέθη συμμετρικὰ καὶ συναφῆ, ὅσο κι ἂν φαινομενικὰ ἐκπροσωποῦν δύο κόσμους ἐχθρικοὺς μεταξύ τους. Μονάχα ὁ ἐκσυγχρονισμὸς στὴ βάση μίας μακρόπνοης ἐθνικῆς πολιτικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀνανέωσης θὰ δημιουργήσει συνθῆκες ψυχικῆς ὑγείας, ἔτσι ὥστε καὶ ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ (στὴ μορφὴ τῆς τεχνικῆς-οἰκονομικῆς ὀρθολογικότητας) νὰ καταφάσκεται καὶ ἡ στενότητα τῆς παράδοσης νὰ γίνεται αἰσθητή, καὶ οἱ ἐπικίνδυνες ἀντινομίες τοῦ σύγχρονου κόσμου νὰ διαπιστώνονται ψύχραιμα καὶ ἡ ἐθνικὴ παράδοση νὰ βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ἢ ἀνωτερότητας.

Καὶ ἡ τελευταία τάση, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε ἀκροθιγῶς σὲ σχέση μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐθνικὴ πολιτική, δὲν διαθέτει κάποιον ἀξιόλογο καὶ μαζικὸ πολιτικὸ φορέα, ἀλλὰ εἶναι μᾶλλον διάχυτη, ὅπως καὶ ἡ προηγούμενη. Ἁπλώνεται σὲ διάφορους βαθμοὺς ἀσάφειας κυρίως μέσα στὸν χῶρο τῆς εὐρύτερης ἀριστερᾶς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεῖ μὲ τὴν πολιτικὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἔνταξης, ἂν καὶ ἐφ’ ὅσον ἀπ’ αὐτὴν ἀναμένεται ἡ ἄμβλυνση τῶν ἐθνικισμῶν καὶ ἡ προαγωγὴ τῆς εἰρήνης ἢ τῆς συναδέλφωσης μεταξὺ τῶν λαῶν μέσω τῆς ἀπάλειψης τῶν συνόρων, τῆς καθολικῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατὰ βάθος ἀπολιτικοί, εὐσεβεῖς πόθοι ἀποτελοῦν κατ’ οὐσία τὴν ἀριστερὴ ἐκδοχὴ ἢ παραλλαγὴ τοῦ μαζικοδημοκρατικοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὀνειρεύεται μία κατάσταση, ὅπου συλλογικὲς προσπάθειες καὶ συλλογικὲς θυσίες θὰ εἶναι περιττές, καὶ τὴν ἀπροθυμία του γι’ αὐτὲς τὴν ντύνει μὲ ψευτοηθικὲς δεοντολογίες. 
Μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ κομμουνιστικοῦ κινήματος, οἱ παρεμφερεῖς ἀντιλήψεις ἐκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογικὴ λειτουργία. Πολλοί, τῶν ὁποίων οἱ ἐλπίδες, οἱ διαγνώσεις καὶ οἱ προγνώσεις διαψεύσθηκαν παταγωδῶς καὶ οἱ ὁποῖοι τώρα δὲν ἔχουν ἀρκετὴ ἀξιοπρέπεια γιὰ νὰ σωπάσουν καὶ νὰ ἀναρωτηθοῦν μήπως εἶναι ἀνίκανοι νὰ καταλάβουν τί γίνεται στὸν κόσμο, παρὰ ἀντίθετα συνεχίζουν ἀπτόητοι τὴ φιλόδοξη πολιτικὴ ἢ συγγραφική τους σταδιοδρομία ἐπικαλούμενοι τὴν ἀκατάλυτη πίστη τους στὸ «μέλλον τοῦ ἀνθρώπου» καὶ στὴν «πρόοδο» — πολλοὶ τέτοιοι, λοιπόν, ζητοῦν σήμερα ὑποκατάστατα τῶν παλαιῶν ὀρθόδοξων σοσιαλιστικῶν οὐτοπιῶν σὲ θολοὺς εἰρηνισμοὺς καὶ σὲ οἰκουμενιστικὲς ἠθικολογίες. Νομίζουν ὅτι μὲ τὸν τονισμὸ τοῦ μεγάλου κοινοῦ ἀνθρωπιστικοῦ παρονομαστῆ καὶ μὲ τὴν ὑπόμνηση τοῦ πάντα ἀδιάπτωτου ἀνθρωπιστικοῦ τους φρονήματος θὰ ρίξουν μία γέφυρα ἀνάμεσα στὶς χθεσινὲς καὶ στὶς σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας ἔτσι ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν ἄλλων τὶς πολιτικὲς τους γκάφες καὶ διασκεδάζοντας τὶς εὔλογες ἀμφιβολίες, ὡς πρὸς τὶς πνευματικές τους ἱκανότητες σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ σύλληψη πολιτικῶν καταστάσεων. Ὁ κόπος τους φαίνεται ὡστόσο νὰ πηγαίνει χαμένος. Γιατί καὶ τὰ καινούργια τους θεολογούμενα ἀπέχουν, τὸ ἴδιο ὅπως καὶ τὰ παλιά, παρασάγγες ἀπὸ τὶς κινητήριες δυνάμεις τῆς σύγχρονης πλανητικῆς ἱστορίας καὶ ἀπὸ τὸν χαρακτήρα τῆς πολιτικῆς. Εἶναι πολιτικὰ νήπιος ὅποιος ἀναφέρεται στὶς δῆθεν γενικὲς σύγχρονες τάσεις γιὰ ὑπέρβαση τοῦ ἐθνικοῦ κράτους καὶ γιὰ τὴ βαθμιαία πτώση τῶν συνόρων, ἀποσιωπῶντας ὅτι εἶναι δύο πολὺ διαφορετικὰ πράγματα νὰ περνοῦν τὰ σύνορά σου στρατιὲς τουριστῶν καὶ νὰ τὰ περνοῦν τὰ στρατεύματα ἑνὸς γειτονικοῦ κράτους. Καὶ ἐξ ἴσου πολιτικὰ νήπιοι εἶναι ὅσοι φαντάζονται ὅτι τὰ «ἀνθρώπινα δικαιώματα» μποροῦν ν’ ἀποτελέσουν ἀμετακίνητο κριτήριο γιὰ τὴν ἄσκηση ἐθνικῆς πολιτικῆς, παραγνωρίζοντας τὴ συγκεκριμένη ἐπήρεια καὶ χρήση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων σὲ κάθε πολιτικὴ συγκυρία. 
Γιὰ νὰ τὸ ποῦμε εἰλικρινὰ καὶ ἀπερίφραστα: θὰ ἦταν κάτι σὰν ἐθνικὴ αὐτοχειρία, ἂν σήμερα ἡ Ἑλλάδα γνοιαζόταν πρωταρχικὰ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν μουσουλμάνων τῆς Βοσνίας, ὑποστηρίζοντας μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ δικαίωμα τους ν' αὐτοδιατεθοῦν καὶ νὰ σχηματίσουν ἕνα δεύτερο μουσουλμανικὸ κράτος στὰ Βαλκάνια. Φαίνεται πάντως ὅτι τὸ ἔνστικτο τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυντήρησης λειτουργεῖ βουβὰ μέν, ἀλλὰ ἀλάνθαστα καὶ στοὺς παρ' ἡμῖν ζηλωτὲς τοῦ εἰρηνισμοῦ καὶ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Κανείς τους δὲν διαδήλωσε ὑπὲρ τῶν μουσουλμάνων Βοσνίων, ὅπως λ.χ. θὰ διαδήλωνε ὑπὲρ τῶν Κούρδων τῆς Τουρκίας• ἐπίσης κανεὶς δὲν φάνηκε νὰ ἐνοχλεῖται ἰδιαίτερα ὅταν πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἡ τουρκικὴ μειονότητα τῆς Βουλγαρίας διωκόταν συστηματικά. Τέτοιες πράξεις ἤ παραλείψεις δὲν ὑπαγορεύονται βέβαια ἀπὸ κακοπιστία ἤ συνειδητὸ ὑπολογισμὸ· μᾶλλον ἐκφράζουν ὑποσυνείδητους αὐτοματισμούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ σειρὰ τους καθιστοῦν πρόδηλη τὴν ἔμπρακτη ἀδυναμία νὰ στηριχθεῖ μία ρεαλιστικὴ ἐθνικὴ πολιτικὴ σὲ ἀμιγεῖς οἰκουμενικὲς ἀρχές.

Ἂς ἐπαναλάβουμε, κλείνοντας, ὅτι σκοπὸς τῶν σύντομων αὐτῶν παρατηρήσεων δὲν ἦταν, οὔτε μποροῦσε νὰ εἶναι, ἡ διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στὰ συγκεκριμένα προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ ἑλληνικὴ ἐξωτερικὴ πολιτική. Θελήσαμε νὰ τονίσουμε τὴν ἁπλῆ καὶ στοιχειώδη ἀλήθεια, ὅτι μία τελεσφόρα καὶ μακρόπνοη ἐθνικὴ πολιτικὴ μπορεῖ ν’ ἀπορρεύσει μονάχα ἀπὸ μίαν ἀκμαία ἐθνικὴ ὀντότητα ὡς conditio sine qua non. Τὸ τί θὰ κάμει στὰ ἐπὶ μέρους ὅποιος διαθέτει τὴν ἀπαραίτητη τούτη προϋπόθεση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε διεθνῆ συσχετισμὸ δυνάμεων, ἀπὸ τὶς ἑκάστοτε ἀνάγκες καὶ ἐπιδιώξεις του. Γιὰ νὰ περπατήσει κανεὶς πρέπει πρῶτα-πρῶτα νὰ ἔχει πόδια· τὸ ποῦ, πῶς καὶ πότε θὰ πάει, δὲν τὸ ξέρει πάντοτε ἐκ τῶν προτέρων καὶ δὲν τὸ καθορίζει πάντοτε ὁ ἴδιος. Συχνότατα ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ ἐθνικὴ πολιτικὴ θυμίζει κάποιον ὁ ὁποῖος δὲν ἀνησυχεῖ γιατί δὲν ἔχει πόδια, πιστεύοντας ὅτι στὴν κρίσιμη στιγμὴ θὰ τοῦ φυτρώσουν φτερά. Ἡ στάση αὐτὴ δὲν προμηνύει τίποτε καλό. Πράγματι, μία νηφάλια ἐκτίμηση μᾶλλον θὰ κατέληγε στὸ πόρισμα ὅτι εἶναι ἄκρως ἀμφίβολο ἂν ἡ Ἑλλάδα θὰ μπεῖ στὸν ἐπίπονο καὶ τραχὺ δρόμο τῆς ἐσωτερικῆς ἀνόρθωσης, πού μόνος θὰ τῆς ἔδινε τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἄσκηση ἐθνικῆς πολιτικῆς ἱκανῆς ν’ ἀντεπεξέλθει στὶς ἐξαιρετικὰ δυσχερεῖς συνθῆκες τῆς σημερινῆς πλανητικῆς συγκυρίας. Μᾶλλον θὰ συνεχίσει νὰ αἰωρεῖται ἀμήχανα μεταξὺ εὐρωπαϊκῶν ἐλπίδων καὶ ὑπεραναπληρωτικοὺ νευρωτικοῦ ἐθνικισμοῦ, ἀνήκοντας στὴν Εὐρώπη μὲ τὸν πιθηκισμό της καὶ στὰ Βαλκάνια μὲ ὅ,τι γνησιώτερο ἔχει: τὴ μιζέρια καὶ τὸν ἐπαρχιωτισμό της.

Αὐτὸ ἐπιβάλλεται νὰ πεῖ ὅποιος ἐπιχειρεῖ σήμερα μία διάγνωση πέρα ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ φόβους, συμπάθειες καὶ ἀντιπάθειες. Οὔτε ἀγνοῶ οὔτε λησμονῶ τὶς ἄκρως τιμητικὲς ἀτομικὲς ἐξαιρέσεις ἔναντι τῶν κανόνων πού διέπουν τὴ λειτουργία τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Ὅμως οἱ ἐξαιρέσεις δὲν μποροῦν ν’ ἀποτελέσουν τὸ ἀντικείμενο μίας σύντομης κοινωνιολογικῆς καὶ πολιτικῆς ἀνάλυσης, ὅταν οἱ κανόνες εἶναι τόσο ἐξόφθαλμοι καὶ τόσο ἐπαχθεῖς. Πολλοὶ ἴσως βροῦν ὑπερβολικὰ καυστικὲς διάφορες ἐκφράσεις ἀπ’ ὅσες χρησιμοποιήθηκαν στὴν παραπάνω περιγραφή. Θὰ εἶναι ἀσφαλῶς ἐκεῖνοι πού ἀκόμα δὲν κατάλαβαν ὅτι στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχουν πιὰ περιθώρια γιὰ μισόλογα καὶ διακριτικοὺς ὑπαινιγμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: