t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για το νέο ελληνισμό...

...η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά...
Παναγιώτης Κονδύλης


Ο Π.Κονδύλης, ο νέος ελληνισμός και το εθνικό ζήτημα
(Αποσπάσματα από άρθρο-αφέρωμα 
Περιοδικό: Νέος Λόγιος Ερμής τ.10
 Ιανουάριος- Μάρτιος 2014.)

http://yannisstavrou.blogspot.com
 Γιάννης Σταύρου, Ύδρα λιμάνι, λάδι σε χαρτί
  
                                                        A’

Η ενασχόληση του Π.Κονδύλη με το εθνικό ζήτημα,  τα έθνη εν γένει και  το ελληνικό έθνος ειδικότερα, του χάρισε την πρώτη σημαντική δημοσιότητα στην χώρα μας και του έδωσε την ευκαιρία να τον γνωρίσει ένα κοινό που προηγουμένως δεν είχε ασχοληθεί με το έργο του.
Βεβαίως το γεγονός αυτό είχε πολλές αρνητικές συνέπειες. Πρώτα-πρώτα δέχθηκε την επίθεση κάποιων δημοσιογράφων  που δεν γνώριζαν ούτε το έργο του, ούτε το τι αυτό εκπροσωπεί. Δεύτερον το μεγαλύτερο μέρος  του κοινού τον ταύτισε με τις όψιμες απόψεις του για το εθνικό ζήτημα, με αποτέλεσμα να ασχοληθούν ελάχιστα με τα υπόλοιπα πολύ σημαντικά δοκίμια του.
Ο ίδιος απέφευγε συστηματικά την δημοσιότητα, ενώ  είχε μια ριζική απέχθεια για την ελληνική πολιτική και πνευματική  πραγματικότητα με αποτέλεσμα  να στέκεται σε μεγάλη απόσταση από αυτή. Τα έργα του μπορεί να εκδίδονται από αναγνωρισμένους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, όπως το «Θεμέλιο», η «Γνώση», και η «Στιγμή» αλλά τα δοκίμια του δημοσιεύονται σε περιοδικά με περιορισμένο κοινό, όπως ήταν το «Λεβιάθαν», η «Ίνδικτος», και η «Νέα Κοινωνιολογία», ενώ σπανιότερα δημοσιεύονταν σε εφημερίδες όπως η «Καθημερινή» και το «Βήμα».
Παρόλα αυτά οι απόψεις του για το εθνικό ζήτημα είναι εξαιρετικά σημαντικές, επίκαιρες και παραμένουν η πλέον διεισδυτική   και διαυγής κριτική της νεοελληνικής κακοδαιμονίας. Χαρακτηρίζονται από την υποδειγματική χρήση της λογικής σκέψης και την λιτή,  ώριμη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Την εποχή  που ο Κονδύλης ανακαλύπτεται με επεισοδιακό τρόπο από το ελληνικό κοινό, η συντηρητική διανόηση ήταν εντυπωσιακά ανύπαρκτη, ενώ η αντίστοιχη αριστερή στην μεγάλη της πλειοψηφία είχε απορροφηθεί από τους κρατικούς μηχανισμούς, είτε ως βουλευτές ή υπουργοί είτε ως μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που δεχόταν εισροές από ευρωπαϊκά προγράμματα και πολλών άλλων ειδών παροχές, αλλά και είτε  ως καλοπληρωμένα στελέχη των μέσων ενημέρωσης. Η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, αντί να οδηγήσει την τελευταία σε ένα σοβαρό προβληματισμό, την ώθησε, εκτός ορισμένων τιμητικών εξαιρέσεων, να αναπαράγει τα αναγκαία ιδεολογήματα της νέας μονοπολικής τάξης  και της παγκοσμιοποίησης  δηλαδή τον κοσμοπολιτισμό, την πολυπολιτισμικότητα και βέβαια την εχθρότητα στο τελευταίο ανάχωμα στην επέλαση του θαυμαστού καινούργιου κόσμου, το έθνος-κράτος. Συγχρόνως η ακαδημαϊκή κοινότητα μετέβαλε το θεσμικό πλαίσιο στο πιο ισχυρό όπλο  της για να αποκλειστούν από αυτή όσοι δεν ανήκουν σε κάποιες συγκεκριμένες συσσωματώσεις (κομματικές, οικογενειακές και άλλες) και δεν αναπαράγανε  ορισμένες συναφείς, προς την «νέα τάξη», αξίες. Το πιο γόνιμο πνευματικό ρεύμα υπήρξε η λεγόμενη «νέο-ορθοδοξία», η οποία όμως σύντομα  θα εξασθενίσει και  θα χάσει την ορμητικότητά της.
Ο Π.Κονδύλης θα ξεχωρίσει από όλους αυτούς καταρχήν από την ποιότητα και την πρωτοτυπία του έργου του, που θεμελιώνεται στην καθολική και σε βάθος γνώση   αυτού που  έχει αποκληθεί  ευρωπαϊκός πολιτισμός. Η προσέγγιση του έθνους που αναπτύσσει,  δεν στηρίζεται σε ιδεολογικά προαπαιτούμενα, ούτε σε επιρροές από την ορθοδοξία, ή τον «ελληνοκεντρισμό», όπως συμβαίνει σε άλλους στοχαστές. Γι’ αυτό τα πορίσματα του θα αποτελέσουν, έκπληξη πρώτου μεγέθους, για όσους ανέμεναν από αυτό μια στάση περισσότερο ευθυγραμμισμένη προς τον «εξευρωπαϊσμό» και τον «εκσυγχρονισμό», αλλά και απόδειξη ότι η ολοκληρωμένη γνώση του Διαφωτισμού και η αντιμεταφυσική στάση μπορεί να συνάπτεται, χωρίς προβλήματα, με το γνήσιο ενδιαφέρον για το μέλλον του εθνικού κράτους.
Βέβαια η αντιμεταφυσική  στάση είναι μια σταθερά του έργου του Π. Κονδύλη, που εναρμονίζεται εκτός των άλλων με τον αξιακό σκεπτικισμό. Η ανάλυση του θεμελιώνεται στην υποδειγματική χρήση του ορθού λόγου που λαμβάνει μακροσκοπικά χαρακτηριστικά, αφού μπορεί να διαβλέπει με καθαρότητα τις συνέπειες που  έχουν τα γεγονότα σε επάλληλες σειρές. Κραυγές και ιδεοληψίες  δεν βρίσκουν θέση στον λόγο του, σε αντίθεση με αυτόν των αντιπάλων του, ο οποίος συνήθως  ξεχείλιζε από ύβρεις, προσωπικές προσβολές και απουσία επιχειρημάτων.  Όταν αναλύει την πραγματικότητα δεν είναι ούτε εθνικιστής, ούτε αντιεθνικιστής καθώς η «γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι κατ’ αρχήν δυνατή – υπό την προϋπόθεση μιας συνεπούς αποκοπής από την ηθική-κανονιστική σκέψη»[1]. Συγχρόνως ως παρατηρητής επιδιώκει να τα περιγράφει ψυχρά, χωρίς αξιακές φορτίσεις δεδομένου ότι  η προσχώρηση σε  απόλυτες αξίες «σώζει το γνωστό μας  αξίωμα της κοινωνικής πειθάρχησης και παρέχει στον (έμπρακτα) κυριαρχούμενο την κατά κανόνα επαρκή υποκατάστατη ικανοποίηση, ότι και ο ίδιος, ακριβώς ως κυριαρχούμενος, υπηρετεί την ίδια αρχή όπως ο κυρίαρχος του, παραμένοντας έτσι  από μιαν υψηλότερη σκοπιά ισότιμος με τούτον»[2], αλλά  μας εμποδίζει από την γνώση του πραγματικού  και κατά συνέπεια από την λήψη των κάθε φορά ορθών αποφάσεων.
Η εξέταση του εθνικού ζητήματος, της θέσης των εθνών στον σύγχρονο κόσμο και ειδικότερα του ελληνικού έθνους  συναντάται σε πολλά κείμενα του, τα οποία είτε έχουν δημοσιευθεί αυτοτελώς είτε αποτελούν το ελληνικό επίμετρο άλλων εργασιών του, με σπουδαιότερη το επίμετρο στην «Θεωρία του πολέμου». Τα πορίσματα στα οποία καταλήγει σφραγίζονται από την συνολική κοσμοθεωρία του, η οποία βλέπει την ύπαρξη ενός κόσμου όπου τα υποκείμενα αγωνίζονται για την αυτοσυντήρηση τους και την διεύρυνση της ισχύος τους και κατά συνέπεια συναντώνται είτε ως φίλοι είτε ως εχθροί. Έχει αποφασίσει, ότι γι’ αυτόν η ύπαρξη του ελληνικού εθνικού κράτους  έχει θεμελιώδη σημασία. Ο αξιακός σκεπτικισμός του δεν τον εμποδίζει να θέτει μια αρχή που μπορεί να μην έχει την ίδια σημασία για κάθε έθνος και παντού αλλά έχει ιδιαίτερη βαρύτητα  για το ελληνικό εθνικό κράτος: οφείλει να θέτει στόχους και να χρησιμοποιεί τα απαραίτητα μέσα για να τους επιτύχει.
Επί του προκειμένου πολύ διαφωτιστικές είναι σκέψεις του Π.Κονδύλη, που διατύπωσε  απαντώντας στα ερωτήματα του Σ.Τσακνιά. Ομολογεί δύο φορές «ότι με την Ελλάδα με συνδέουν οι υπαρξιακοί εκείνοι δεσμοί που γίνονται πρόδηλοι ακόμα και στον πιο ξεσκολισμένο κοσμοπολίτη όταν διαθέτει επαρκή αυτογνωσία και στοχαστεί σοβαρά πάνω στους παράγοντες που τον διαμόρφωσαν. Ο κοσμοπολιτισμός δεν μου είναι καθόλου ξένος, και είχα την ευκαιρία να τον ασκήσω πρακτικά πολύ περισσότερο από πλείστους όσους παρ’ ημίν, οι οποίοι τον κηρύσσουν θεωρητικά κατακεραυνώντας τον «εθνικισμό» κάθε είδους. Όμως ο αντικειμενικά υφιστάμενος δεσμός μου με την Ελλάδα παρέμεινε πάντοτε υποκειμενικά ενεργός υπό τη μορφή ενός υπαρξιακού και όχι μόνον θεωρητικού ενδιαφέροντας».[3]
  Σημαντικότερη είναι η διαυγής έκθεση της σχέσης του με την ελληνική γλώσσα. Περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο την διαχρονική της ενότητα, την υπέρβαση την φορμαλιστικής διάκρισης ανάμεσα στην λόγια και δημοτική γλώσσα, την μακρά διάρκεια της και  την εξαιρετική σημασία πού έχει  ανάμεσα στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Δίχως αμφιβολία είναι δύσκολο να βρούμε κείμενα που να συνδυάζουν σε τέτοια ποιότητα και πυκνότητα την  ρεαλιστική προσέγγιση με την θερμή κατάφαση  στην αξία της ελληνικής γλώσσας, που περιγράφεται ως  κάτι πολύ περισσότερο από ένα χρηστικό μέσο επικοινωνίας : «μιλώντας για τέτοιες ιδίως μεταφράσεις μου η καρδιά μου χτυπάει εντονότερα, καθώς αναπλάθω την ήδη μακρά ιστορία ενός πολύ προσφιλούς κεφαλαίου της πνευματικής μου ζωής: εννοώ τη σχέση μου με την ελληνική γλώσσα. Είναι η μοναδική, ευρωπαϊκή τουλάχιστον, γλώσσα που έχει πίσω της μιάν αδιάκοπή ιστορία τριών περίπου χιλιάδων ετών και συνάμα πέρασε από ποικίλες μετεξελίξεις και μεταλλαγές. Όμως οι προγενέστερες μορφές της δεν εξανεμίστηκαν, αλλά ζουν ακόμα διαφοροτρόπως μέσα της, ως ιζήματα και στρώματα, που κάνουν τη διαχρονία συγχρονία. Ο Όμηρος και η κλασσική αττική, η κοινή και η λόγια βυζαντινή, η εκκλησιαστική γλώσσα και η γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού και των κρητικών επών, η αρχαΐζουσα και η απλή καθαρεύουσα, η αστική τρέχουσα και τα ιδιωτικά κατάλοιπα – όλα αυτά αποτελούν ακόμα σήμερα πηγές απ’ όπου μπορεί ν’ αντλήσει η γλωσσική καλαισθησία, αλλά και η εκφραστική ανάγκη. Στη μοναδικότητα αυτής της γλώσσας οφείλεται πιστεύω, το κατά τα άλλα παράδοξο γεγονός ότι η νεώτερη Ελλάδα, που τίποτε δεν πρόσφερε στη θεωρητική σκέψη ή στον τεχνικό πολιτισμό, έδωσε και δίνει υψηλή ποίηση∙ την ποίηση τη γεννά-την ξεβράζει, θα έλεγα- από μόνη της η δυναμική της ανεπανάληπτης αυτής γλώσσας. Εξ αρχής την αισθάνθηκα ως ενότητα και τη διάβασα αχόρταγα ως ενότητα, στα μνημεία όλων των εποχών της. Έχοντάς την προδώσει, κατά κάποιο τρόπο, αφού ο ίδιος γράφω σε μια ξένη γλώσσα, μπόρεσα ωστόσο μέσα από την αναγκαστική απόσταση να την κατανοήσω, και μάλιστα να την αγαπήσω, περισσότερο».[4]  Βεβαίως η απόδοση από τον Π.Κονδύλη κυριαρχικής σημασίας στην ελληνική γλώσσα έναντι των ποιητών, που την χρησιμοποίησαν δεν πρέπει να συγχέεται με αντίστοιχες μεταμοντέρνες θέσεις, που εξαφανίζουν τον ρόλο του ποιητή έναντι της γλώσσας εν γένει.
Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία»[5], που τέθηκε ως εισαγωγή στο έργο του «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού» και μεταθανάτια εκδόθηκε αυτοτελώς, επιχειρεί να απαντήσει στο γεγονός πως ενώ η νεοελληνική κοινωνία δεν ανέπτυξε αστική τάξη με τα χαρακτηριστικά που αποσαφηνίστηκαν στην Δυτική Ευρώπη, βρέθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα μαζί με τον υπόλοιπο λεγόμενο δυτικό κόσμο να αποκρυσταλλώνει τα στοιχεία του μεταμοντερνισμού και της μαζικής δημοκρατίας, με συνέπειες απόλυτα δραματικές για το ήθος της και τελικά για τις προϋποθέσεις της  ύπαρξή της.  Ο Κονδύλης κλείνει αυτό το δοκίμιο με ένα απαισιόδοξο ύφος, αφού βλέπει να ολοκληρώνεται  η «νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια»[6].
Η νεοελληνική εκδοχή της μαζικής δημοκρατίας και του μεταμοντερνισμού, η ροπή προς τον ηδονισμό και την μαζική κατανάλωση ακολούθησε την «διάλυση των εντόπιων ιδεολογημάτων, μαζί με τη διεθνή ρευστοποίηση των σαφών ψυχροπολεμικών ιδεολογικών ορίων».[7] Ισχυρίζεται ότι η έλλειψη μίας παράδοσης  σκληρού εργασιακού  ήθους, ευνοούσε «την πνευματική νωθρότητα, τον εξυπνακιδισμό, την ημιμάθεια»[8], ώστε «οι μίμοι και γελωτοποιοί εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης»[9]. Τελικά η νεοελληνική εκδοχή του μεταμοντερνισμού θα λάμβανε εξόχως τραγικά χαρακτηριστικά: «η εκποίηση του έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευθεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα πραγματωθεί αποκλειστικά ως σύμφυρση  μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων και αν η φθορά των ελληνικών, ή εν πάση περιπτώσει εξελληνισμένων, ιδεολογημάτων καταλήξει συν τοις άλλοις σε συρρίκνωση ή εργαλειοποίηση της γλώσσας τέτοια, ώστε να μην μπορεί πια να παραχθεί στον νεοελληνικό χώρο το μόνο προϊόν που –ακριβώς χάρη στη μοναδική δυναμική μιας πολυστρωματικής και παμπάλαιας γλώσσας- έχει παραχθεί ως τώρα σε υψηλή ποιότητα: ποίηση»[10]...

...Ο Κονδύλης επισημαίνει ότι τα γεγονότα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου, που ακολούθησε, άλλαξαν τα στοιχεία του νέου ελληνισμού που καταχρηστικά ονομάζονταν «αστικά». Πλέον απαρτίζονται «από νεόπλουτους, και μάλιστα νεόπλουτους χάρη  σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν, μετά τη μαύρη αγορά, η «ανοικοδόμηση» και τα «μεγάλα δημόσια έργα» καθώς και η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγωγών στην εσωτερική αγορά »[28]. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο λοιπόν ότι τα «όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυκτερινά κέντρα διασκεδάσεως»[29] καθορίζουν το επίπεδο του πολιτισμού τους  και τους πνευματικούς τους ορίζοντες.  Η μετανάστευση και ο τουρισμός ενσωμάτωσαν περαιτέρω τον νεοελληνισμό στην διεθνή οικονομία  και «κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική κοινωνική διάρθρωση»[30] και έφεραν στην επιφάνεια «ένα όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα  χαρακτηριζόμενο από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσης νεοαπόκτητης ημιμάθειας»[31]. Επιπρόσθετα το λαϊκό τραγούδι στις διάφορες μορφές του κατέλυσε τις διακρίσεις  ανάμεσα στην λόγια και λαϊκή παράδοση  και δημιούργησαν ένα νέο μείγμα που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της μεταμοντέρνας κουλτούρας ώστε « το ζεϊμπέκικο έγινε «συρτάκι» ή ο τεκές «μπάρ» »[32]. Η δημαγωγία και ο λαϊκισμός ανταποκρίθηκαν στις εξαγριωμένες απαιτήσεις μαζικής κατανάλωσης, από μια κοινωνία που δεν μπορούσε να παράγει ούτε ένα μικρό μέρος αυτών που επιθυμούσε να καταναλώσει, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν ήταν μόνο το βασικό εμπόδιο στην εθνική και οικονομική ανάπτυξη, αλλά πολύ περισσότερο «ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου»[33]. Ο Κονδύλης τονίζει ότι «ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας  και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού  και της εκποίησης της χώρας»[34]. Η αριστερά μάλιστα υιοθετώντας αδιάκριτα κάθε αίτημα, αρκεί να προβάλλεται από κάποιον που μιλά στο όνομα του «λαού», έχει την δική της ευθύνη στην εκποίηση του τόπου.
Πριν πούμε κάτι αυτονόητο, ότι δηλαδή ο Κονδύλης είχε προβλέψει με λογικό τρόπο την χρεοκοπία και την πλήρη υποδούλωση της χώρας μας στους δανειστές της, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ξετίναξε τις ιδεολογικές βάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά. Ο ελληνοκεντρισμός,  στην αρχαιοκεντρική ή στην ελληνοχριστιανική του μορφή δέχτηκαν την ανελέητη  κριτική του. Αλλά και έναντι της αριστεράς επιτέθηκε σκληρά. Κατέληξε ότι αστική τάξη με την μορφή που την γνωρίσαμε στην  Δυτική Ευρώπη, δεν συγκροτήθηκε στην Ελλάδα. Μόνο στις παροικίες αναφύεται ένα υβρίδιο αστικής τάξης με εξαρτημένα όμως χαρακτηριστικά, ενώ ο «λαός» όπως και τα αιτήματα της αριστεράς για αυτοπραγμάτωση χρησιμοποιούνται για την μεταμοντέρνα εκποίηση της χώρας. Το εντυπωσιακό είναι με ότι αυτές τις προκείμενες, ο Κονδύλης , θα διατυπώσει ορθολογικά, δίχως αξιακές, ιδεολογικές και μεταφυσικές εμμονές έναν λόγο,  εξαιρετικής διαύγειας  και  πατριωτικής κατεύθυνσης, που θα του χαρίσει κατά την διάκρισή του, τους νέους «φίλους» και τους νέους «εχθρούς».
                                                           B’    

Η παγκοσμιοποίηση ερμηνεύεται από τον Π.Κονδύλη, ως κυριαρχία της οικονομίας πάνω στην πολιτική και τους θεσμούς,  ως γενικευμένη ανομία, που μπορεί να  εμποδιστεί  μόνο από την ενίσχυση των εθνικών κρατών. Επισημαίνει  ότι «η έμπρακτη αυτονόμηση μιας διεθνοποιημένης ιδιωτικής οικονομίας πάνω από τα κεφάλια αποδυναμωμένων κρατών θα συνεπέφερε μια κατάσταση βαθειάς ανομίας, δηλ. την επιστροφή στο νόμο της ζούγκλας. Όμως, έτσι όπως είναι σήμερα διαρθρωμένη η παγκόσμια κοινωνία, η ανομία μπορεί να καταπολεμηθεί μονάχα με τα παραδοσιακά μέσα του κυρίαρχου κράτους. Τούτη η σύνδεση οικονομικών λειτουργιών με το γιγάντιο μελλοντικό έργο της συγκράτησης της ανομίας θα αποτελέσει μέσα στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής το θεμέλιο εκείνο, πάνω στο οποίο το κυρίαρχο κράτος θα εξακολουθήσει να υπάρχει σε παλαιότερες και σε νεότερες μορφές»[35]. Επιπρόσθετα  η δεσμευτική ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρέχει το πεδίο παρέμβασης ενός κράτους  σε ένα άλλο, δημιουργώντας αντίστοιχες ανησυχίες για την δυνατότητα κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Από αυτή την οπτική «η κρατική οργάνωση θα είναι το καταφύγιο τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών εθνών μπροστά στις αβεβαιότητες των αρχών της οικουμενικής ηθικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μόνον ως οργανωμένη κρατική ισχύς μπορεί ένα μεγάλο ή μικρό έθνος να αντισταθεί σε ερμηνείες αυτών των αρχών, τις οποίες θεωρεί ως προπέτασμα για επικίνδυνες ορέξεις άλλων εθνών. Μόνον ως κράτος μπορεί ένα μεγάλο έθνος να αντιμετωπίσει σε περίπτωση ανάγκης ακόμα και ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Και μόνον ως κράτος μπορεί ένα μικρό έθνος να μιλήσει ως ίσος προς ίσον μ’ ένα μεγάλο έθνος, εφ’ όσον τόσο το μικρό όσο και το μεγάλο έθνος αποτελούν, το καθένα για τον εαυτό του, ένα κράτος»[36].
 Το δοκίμιο με τον τίτλο «Εθνικισμός, ανάμεσα σε ριζοσπαστικοποιημένη παράδοση και μαζικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό»[37] θα μπορούσε να θεωρηθεί και  ως ο εντοπισμός του χώρου όπου προνομιακά λειτουργεί ο δόλος της ιστορίας, η ετερογονία των σκοπών της ιστορίας,  αφού τα υποκείμενα  που δρουν παράγουν συχνά διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που  επιδιώκουν. Ο εθνικισμός και τα εθνικά κινήματα, διαλύουν πολυεθνικές αυτοκρατορίες, ενώ μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο ο αγώνας κατά της αποικιοκρατίας δημιουργεί νέα έθνη-κράτη, κρατώντας μάλιστα με επιδεικτικό και επίμονο τρόπο τις κόκκινες σημαίες της αριστεράς. Στην θέση των χωριστικών και τοπικιστικών τάσεων ο αστικός εθνικισμός ενοποιεί τον χώρο πολιτικά, οικονομικά και νομοθετικά. Στην εποχή της πλανητικής πολιτικής «η συγκρότηση του έθνους σε ανεξάρτητο κράτος αποτελούσε τη μοναδική δυνατότητα συμμετοχής του σε μια παγκόσμια κοινωνία, από την οποία κανείς δεν μπορούσε να μείνει απ’ έξω χωρίς μακροπρόθεσμα να διαπράξει πολιτική και οικονομική αυτοκτονία»[38] , ενώ το «κάθε έθνος θέλει να πραγματοποιήσει την παραπάνω ένταξη αυτοτελώς, δηλ. θέλει να αναλάβει μόνο του την εκπροσώπηση των συμφερόντων του πιστεύοντας ότι χάρη στην άμεση επαφή με τα υπόλοιπα μέλη της παγκόσμιας κοινωνίας θα μπορούσε να πετύχει περισσότερα για τον εαυτό του- κι επί πλέον ότι η οικονομική του αυτοδιάθεση, δηλ. ο τερματισμός της πραγματικής ή υποτιθέμενης εκμετάλλευσης από ένα ξένο έθνος, θα επιτρέψει την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων του»[39].
Ο Π.Κονδύλης εξυμνεί την σημασία του έθνους-κράτους και  καταλήγει ότι «το έθνος αποτελεί την εγγύτερη ελάχιστη πολιτική μονάδα, η οποία μπορεί να διατυπώσει επιθυμίες ανακατανομής τόσο απέναντι στους χθεσινούς ομόσπονδους όσο και  απέναντι στην παγκόσμια κοινωνία (οικονομική και στρατιωτική βοήθεια). Άτομα και ιδιωτικοί σύλλογοι δεν έχουν καμμιά τέτοια δυνατότητα, όποιος επομένως θέλει κάτι να ζητήσει και να πάρει, ενώ συνάμα δεν θέλει να το μοιρασθεί με άλλους, αυτός μπορεί να εμφανισθεί μονάχα ως έθνος υπό την έννοια της εγγύτερης ελάχιστης πολιτικής μονάδας. Το έθνος αποτελεί λοιπόν σήμερα τη μικρότερη δυνατή ομάδα προς επιδίωξη ενός κοινού συμφέροντος μέσα στην παγκόσμια κοινωνία- υπό τον όρο βέβαια ότι θα συγκροτηθεί ως κυρίαρχο κράτος»[40].
Ιδεολογίες όπως ήταν στο παρελθόν ο προλεταριακός διεθνισμός και στην συνέχεια τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα, παρέχουν την ευκαιρία στον εκάστοτε κυρίαρχο της δεσμευτικής τους ερμηνείας και συνεπώς την δυνατότητα παρέμβασης στα μικρότερα κράτη. Η εισαγωγή από τα νέα ευρασιατικά κράτη ενός αυταρχικού ψευδοκοινοβουλευτισμού, με προφανή στόχο την κατάκτηση από αυτά των επιπέδων κατανάλωσης της δυτικής κοινωνίας,  θα έχει ως αποτέλεσμα, η ενδεχόμενη αποτυχία του στόχου της να τα στρέψει κατά της Δύσης. Συγχρόνως «το μεγαλύτερο έθνος του κόσμου, το κινέζικο, εξακολουθεί να αντιπαρατίθεται στη Δύση με την κομμουνιστική μεταμφίεση του εθνικισμού του»[41], αλλά ενώ σε κάθε ευκαιρία υπογραμμίζει την διαφορά της παράδοσής του από την δυτική, «απέναντι στη Δύση δεν επιστρατεύεται η παραδοσιολατρία ως κοσμοθεωρία και τρόπος ζωής, παρά αντίθετα η τεχνική ορθολογικότητα προωθείται ανοιχτά και προγραμματικά, παράλληλα με την κατάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών ».[42] Είναι εντυπωσιακό- και σε αυτό το σημείο επιβεβαιώνεται η ετερογονία των σκοπών- τα «εκσυγχρονιστικά στοιχεία υιοθετούνται πολύ ευκολότερα κάτω από την παραδοσιακή τους μεταμφίεση, χωρίς να δημιουργείται το ταπεινωτικό αίσθημα ότι πιθηκίζει κανείς τη μισητή Δύση ή προδίδει τη δική του ταυτότητα, ενώ η εντύπωση ότι έτσι κι αλλιώς δεν ξέκοψε ποτέ από την παράδοσή του τον προστατεύει από απογοητεύσεις αν αποδειχθεί ότι η προσπάθεια εκσυγχρονισμού απέτυχε»[43].
Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής»[44] διερευνά τις δυνατότητες στρατηγικής του ελληνικού κράτους, σε ένα κόσμο όπου συγχωνεύεται και κυριαρχεί η πλανητική πολιτική. Ξεκινά από την παραδοχή ότι στο νέο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο τα έθνη-κράτη δεν διαλύονται, αλλά αναλαμβάνουν νέους ρόλους, με στόχο την εξασφάλιση μίας θέσης «σε μια πυκνή και έντονα ανταγωνιστική κοινωνία», που όμως συχνά περιορίζεται «σ’ ένα αίτημα στοιχειώδους επιβίωσης»[45]. Οι εθνικοί μύθοι θα μπορούσαν να παίξουν ένα ενεργητικό και θετικό ρόλο υπό τον όρο ότι υπάρχει μια «εθνική ζωτικότητα». Στην ελληνική όμως περίπτωση συγχωνεύονται η περίπτωση ενός φθίνοντος έθνους  με την σύγχυση ανάμεσα στις έμμονες μυθολογικές ιδέες  και την αδυναμία να συνειδητοποιήσει την πραγματική του κατάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν γίνεται στον τόπο μας καμία συζήτηση για ποιες δυνάμεις προωθούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση και για ποιους λόγους ενδεχομένως θα τη ματαιώσουν και ποια θα είναι η θέση της χώρας μας,  μέσα σε αυτές τις εξελίξεις.  Αλλά επίσης  κανένας προβληματισμός δεν αναπτύσσεται «για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα»[46].
Ο Π.Κονδύλης εξετάζει τις «προϋποθέσεις για την άσκηση μακρόπνοης και επιτυχούς εθνικής πολιτικής»[47], δηλαδή «πώς πρέπει να είναι δομημένο ένα έθνος ικανό να αντιμετωπίσει στο πλαίσιο του ανθρωπίνως δυνατού οποιαδήποτε ενδεχόμενα, ακόμα και απότομες μεταλλαγές της συγκυρίας»[48]. Κατ’ αρχήν δεν πρέπει να συγχέονται τα εθνικά δίκαια με τα εθνικά συμφέροντα. Μάλιστα για να έχει πιθανότητα επιτυχίας στην υποστήριξη των συμφερόντων του, θα πρέπει να έχει θετικά Ισχύ (με την πολλαπλή σημασία που έχει ο όρος αυτός στον Κονδύλη) και αρνητικά την απουσία διπλωματικής επιπολαιότητας. Επισημαίνει ότι «όποιος λ.χ.  μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαια » του»[49]. Μπορεί να διεκδικεί κάποιος με  πειθώ και επιτυχία «μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα»[50]. Στα πλαίσια αυτά «καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιάς συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας»[51].
Στο σημείο αυτό ο Π.Κονδύλης τονίζει το  γεγονός  της «συνεχής και αμετάκλητης γεωπολιτικής συρρίκνωσης του ελληνισμού μετά την καταστροφή του 1922, την οποία ελάχιστα μόνον ανέστειλε η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα»[52], που διαδέχθηκε μία κατάσταση όπου ο ελληνισμός ήταν ευρύτερος από το κράτος του. Άν ταυτίζεται, πλέον, μαζί του σε μεγάλο βαθμό, αυτό δεν οφείλεται στην διεύρυνση του κράτους όσο στην γεωγραφική συρρίκνωση του έθνους. Την δυσμενή του  κατάσταση θα επιδεινώσει η «απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις. Πάνω σ’ αυτό δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς ούτε από τυποποιημένες πατριωτικές κορώνες ούτε από ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής που δίνονται για το κυπριακό –ούτε επίσης πρέπει να εκλαμβάνει ως τέτοιο στόχο την «ένταξη στην Ευρώπη»: γιατί προς αυτήν ωθεί μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία, προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύ να μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση»[53]. Επιπλέον η γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού, θα συμπληρωθεί «από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντας του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι…Ο όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή  Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση – και αξιοπρέπεια- ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ΄ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, όπου υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντας τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, όπου έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για   να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό»[54]. Σε αυτή την πολιτική παρασιτισμού, που οδήγησε στο «ξεπούλημα ολόκληρου του έθνους στη διεθνή αγορά»[55] ταυτίζονται όλες οι πολιτικές δεξιές και αριστερές, δικτατορικές και κοινοβουλευτικές. Το τελικό αντιαισθητικό αποτέλεσμα είναι πως «ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών»[56].
Την κατάσταση αυτή, όπως μας είναι σήμερα γνωστό, ο ελληνισμός την πληρώνει με πολύ βαρύ τρόπο. Αλλά, ήδη από το 1992, ο Κονδύλης συμπεραίνει πως  η υπερχρέωση του ελληνικού κράτους προκειμένου  να συντηρεί τον παρασιτικό καταναλωτισμό αντί να προβαίνει σε παραγωγικές επενδύσεις «θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών επιλογών»[57], αφού στα μάτια των εταίρων φαντάζει ως «ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης»[58] . Ο ελληνικός λαός έχει εγκλωβιστεί στην παρακμή, η οποία τον εμποδίζει να εκλογικεύσει την κατάσταση του, αλλά και να μεταρρυθμίσει ουσιαστικά το πολιτικό σύστημα. Μάλιστα «ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό∙ αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με την σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, που έχουν γνώση και συνείδηση, που κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση».[59] Η ελληνική εθνική πολιτική είναι θύμα της μικροπολιτικής, ενώ ούτε οι συγκαιρινοί Έλληνες διανοούμενοι μπορούν «να δώσουν ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος “πολιτικός κόσμος”».[60] Η προσδοκία ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα επίλυε αυτόματα όλα τα προβλήματα του ελληνισμού, είναι κατά τον Κονδύλη, καθαρά μυθολογική και έωλη. Η γερμανική ενοποίηση θα ενισχύσει μακροπρόθεσμα τις κεντρόφυγες τάσεις[61] και θα ρίξει «το κάθε έθνος πίσω στις δικές του δυνάμεις»[62], ώστε «στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα έχουμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν»[63]. Θεωρεί ότι αν και δεν μπορούμε να αποδεσμευτούμε από τους διεθνείς οργανισμούς που συμμετέχουμε, ο εκσυγχρονισμός θα διευρύνει τις αντικειμενικές δυνατότητες ανεξαρτησίας, αφού θα ευνοήσει την αποταμίευση και την συσσώρευση έναντι του υπερδανεισμού και την παραγωγή έναντι της παρασιτικής κατανάλωσης. Διαφορετικά θα κυριαρχήσουν δυο μεγέθη, που ενώ εμφανίζονται ότι βρίσκονται σε διάσταση και σύγκρουση, είναι ευθέως ανάλογα και συμμετρικά: ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός και ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός[64].
Ο Κονδύλης απαντά στον εξ αριστερών οικουμενισμό  και «ειρηνισμό», ότι είναι πολιτικά νήπιο όποιος βλέπει τάσεις υπέρβασης του εθνικού κράτους  και πτώσης των συνόρων αφού «είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορά σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους».[65] Σαρκάζοντας την  κατάσταση μας γράφει «η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά»[66]...



Περισσότερα:
ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: