t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Η ενάρετη και ο Πετρώνιος...

Η ανθρώπινη φύση κατά τον εξαίρετο Πετρώνιο...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Πετρώνιος
Η ενάρετη και ο εσταυρωμένος
από το «Σατυρικόν»

Γνώρισα που λέτε στην Εφεσο μια δέσποινα τόσο ενάρετη και πιστή στον σύζυγο της, που η φήμη της απλώθηκε παντού και οι γυναίκες των γειτονικών χωρών ερχόντουσαν να δουν αυτό το θαύμα. Όταν έχασε τον άντρα της, η δέσποινα εκείνη δεν περιορίστηκε να ακολουθήσει τη νεκρική πομπή με λυμένα τα μαλλιά της, όπως είναι το συνήθειο, ή να σκίσει με τα νύχια της τα γυμνά της στήθη κάτω από τα βλέμματα των παρισταμένων. Όχι, η δέσποινα εκείνη ακολούθησε τον νεκρό ως την τελευταία του κατοικία κι όταν τον εναποθέσανε, σύμφωνα με τα έθιμα των Ελλήνων, μέσα στη σπηλιά του, μπήκε και κείνη μέσα κι άρχισε να τον κλαίει, μοιρολογώντας μέρα-νύχτα. Το 'χε πάρει απόφαση να πεθάνει κι εκείνη από πείνα κι όσα κι αν της είπανε ο πατέρας της, η μάνα της και οι συγγενείς της, που παραστέκονταν μάρτυρες ανήμποροι, της άφατης θλίψης της, πήγαν του κάκου. Έλεγε και ξανάλεγε πως θα μείνει εκεί, μες στον τάφο. Ακόμα και οι δημοτικοί άρχοντες αναγκάσθηκαν να παραδεχτούν την αποτυχία τους. Όλη η Εφεσος συγκινήθηκε κι έκλαιγε, βλέποντας τη δέσποινα που λέμε να μείνει δίπλα στο νεκρό, χωρίς να βάζει μπουκιά στο στόμα της. Μαζί με την βαρυπενθούσα χήρα, είχε μείνει και η πιστή της θεραπαινίδα, που της παραστεκόταν στη μεγάλη συμφορά, κλαίγοντας κι εκείνη κι ανάβοντας τη νεκρική λυχνία, όταν τέλειωνε το λάδι της. Έτσι, όλη η πολιτεία δε μιλούσε πια για τίποτ' άλλο έξω από το πρωτοφανές παράδειγμα της πιστής συζύγου. Όλοι οι άντρες, μέχρι τον τελευταίο, παραδεχόντουσαν πως τέτοα αρετή δεν είχε ξαναλάμψει σε κανένα μέρος του κόσμου.

Κείνες τις ίδιες μέρες, ο έπαρχος είχε πει και σταυρώσανε μερικούς ληστές, λίγο παρακάτω από τη σπηλιά, όπου η δέσποινα μοιρολογούσε τον νεκρό του πεφιλημένου της συζύγου. Την πρώτη νύχτα μετά την εκτέλεση, ο στρατιώτης που φύλαγε τους σταυρούς, για να μην έρθουν οι συγγενείς των ληστών και αποκαθηλώσουν τους νεκρούς για να τους κηδέψουν με τις πρέπουσες τιμές, είδε ένα φως που έλαμπε αρκετά ζωηρά ανάμεσα στους τάφους. Άκουσε θρήνους και κοπετούς και σπρωγμένος από την περιέργεια, που είναι μια κοινή ανθρώπινη αδυναμία, πήγε να δει ποιος ήταν εκεί και τι έκανε. Κατεβαίνει λοιπόν στον τάφο. Μόλις είδε κείνη την υπέροχη γυναίκα, έμεινε στην αρχή καρφωμένος και ασάλευτος, λες και βρέθηκε μπροστά σε φάντασμα ή σε ένα πνεύμα του κάτω κόσμου. Μα σε λίγο σαν είδε το πτώμα, σαν είδε τα δάκρυα να τρέχουν, σαν είδε το πρόσωπο που είχε ματώσει η δέσποινα με τα νύχια της, πείστηκε -πράγμα άλλωστε που ήταν και η μόνη αλήθεια- πως βρίσκεται μπροστά σε μια απαρηγόρητη χήρα, που θρηνεί και οδύρεται. Φέρνει λοιπόν στη σπηλιά το φτωχικό του συσσίτιο κι αρχίζει να εξορκίζει την απελπισμένη γυναίκα να ξεχάσει τη θλίψη της και τον πόνο της, να πάψει να σπαράζει την καρδιά της με μάταιους θρήνους. Με δυο λόγια, βάζει μπροστά όλα τα επιχειρήματα, που μπορούν να θεραπεύσουν μια πονεμένη καρδιά. Μα όσο εκείνος πασχίζει να την παρηγορήσει, τόσο η δέσποινα δε θέλει να τον ακούσει και τόσο τα λόγια του παροξύνουν απεναντίας την απόγνωση της. Καταξεσκίζει με ακόμα μεγαλύτερη μανία τα στήθια της και ξεριζώνει τούφες-τούφες τα μαλλιά της για να τα αποθέσει πάνω στο νεκρό. Παρ' όλα αυτά, ο στρατιώτης δε σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή την υποχώρηση, μα βάλθηκε με διπλάσιο ζήλο να πείσει τη δύστυχη γυναίκα να φάει μια μπουκιά ψωμί. Τόσο που τελικά, η θεραπαινίδα, που τη χτύπησε σίγουρα στα ρουθούνια η ωραία μυρωδιά του κρασιού, υπέκυψε πρώτη στον πειρασμό και άπλωσε από μόνη της το χέρι στη φιλάνθρωπη προσφορά. Ύστερα, καρδαμωμένη απ' το πιοτό και το φαΐ, ξεσπάθωσε φανερά και τα 'βαλε με το πείσμα της κυράς της:

«Τι διάφορο θα 'χεις», της είπε, «αν πεθάνεις εδώ απ' την πείνα και θαφτείς ζωντανή, παραδίνοντας έτσι το αθώο σου πνεύμα, πριν της ώρας του, πριν την ώρα που όρισαν οι μοίρες; Μη θα το μάθουν τάχα οι στάχτες κι οι μεγάλοι μας προγονοί; Αχ ξαναγυρνά στη ζωή! Παράτα τες αυτές τις γυναικείες προλήψεις και κοίτα να χαρείς το φως, όσον καιρό οι θεοί σου το επιτρέπουν! Ακόμα και τούτο εδώ το κουφάρι, αν μπόρειε να μιλήσει, θα σου 'λεγε. να γλεντήσεις τα νιάτα σου!» Κανείς δε βουλώνει τ' αυτιά του, όταν κάποια φωνή τον καλεί να φάει, να ζήσει. Έτσι λοιπόν και η δέσποινα εκείνη, ξεθεωμένη απ' την πολυήμερη νηστεία, άφησε κατά μέρος το πείσμα της και τίμησε το γεύμα, βρίσκοντας το τόσο νόστιμο, όσο το είχε βρει και η θεραπαινίδα που υπέκυψε πρώτη.

Ξέρετε όμως πολύ καλά τι λογής πειρασμούς ξυπνάει μέσα μας ένα χορτάτο στομάχι. Καταφεύγοντας στα ίδια καλοπιάσματα, που έπεισαν τη δέσποινα να συνεχίσει τη ζωή της, ο στρατιώτης μας αρχίζει να πολιορκεί την αρετή της. Η σεμνή μας κυρία είδε σε λίγο πως ο νέος ήταν προικισμένος με λογιών-λογιών χάρες και τα λόγια του της χάιδευαν τ' αυτιά. Η θεραπαινίδα πήρε το μέρος του κι έβαζε και κείνη κάθε τόσο το λογάκι της, καταλήγοντας με την ίδια επωδό:

«Και σ' έρωτα που αρέσει σε, θα στήσεις τώρα μάχη;»

Για να μην τα πολυλογώ, ούτε και τούτο το μέρος του σώματος της ωραίας μας κατόρθωσε τελικά να επιμείνει στην αποχή και ο τρισόλβιος πολεμιστής μας την έπεισε και σ' αυτό το σημείο, όπως και στο προηγούμενο. Κοιμήθηκαν λοιπόν αγκαλιά, όχι μόνο τη νύχτα που γιόρτασαν τον υμέναιό τους μα και την άλλη και την παράλλη, έχοντας κλείσει φυσικά όλες τις πόρτες της σπηλιάς. Έτσι που αν ένας φίλος ή άγνωστος πέρναγε από τον τάφο θα νόμιζε πως η αδιάφθορη σύζυγος είχε παράδωσει το πνεύμα, πάνω στον νεκρό του ανδρός της.

Όπου ο στρατιώτης, μαγεμένος απ' την ομορφιά της κατάκτησης του κι από τη μυστικότητα των ερώτων τους, αγόραζε όλα τα ωραία πράγματα που του επέτρεπε ο μισθός του και, μόλις έπεφτε η νύχτα, τα πήγαινε στον τάφο. Έτσι, οι συγγενείς ενός εσταυρωμένου, βλέποντας πως η φρούρηση είχε χαλαρωθεί, λύσανε τη νύχτα τον κρεμασμένο και εκπληρώσανε απέναντί του το τελευταίο τους καθήκον, ενώ ο φύλακας μας, μην έχοντας μάτια παρά μόνον για τον ερωτά του, είχε ξεχάσει τις διαταγές που έλαβε. Μα σαν είδε την άλλη μέρα ένα σταυρό δίχως το πτώμα του, τον έπιασε φόβος και τρόμος, γιατί ήξερε πως θα υποστεί φριχτά μαρτύρια. Έτρεξε λοιπόν και εξήγησε στη χήρα τη μεγάλη συμφορά που τον βρήκε. Δε θα περίμενε, της είπε, την απόφαση του δικαστή, μα θα τιμωρούσε ο ίδιος με το σπαθί του την αμέλεια του. Η μόνη του παράκληση ήταν να του επιτρέψει να πεθάνει εκεί μέσα, έτσι που ο ίδιος τάφος να δεχτεί κι εραστή και σύζυγο. Μα η δέσποινα δεν ήταν μόνο ενάρετη ήταν και προσωποποίηση της συμπόνιας.

«Κανείς θεός δεν το θέλει», είπε, «να χάσω ταυτόχρονα δυο πλάσματα, που αγάπησα πιο πολύ από το κάθε τι σ' αυτόν τον κόσμο. Προτιμώ να χάσω τον νεκρό, παρά να προκαλέσω το θάνατο του ζωντανού».

Αμ έπος, αμ έργον, του δίνει διαταγή να σήκωσει το πτώμα του ανδρός της απ' το φέρετρο και να το καρφώσει στον άδειο σταυρό. Ο στρατιώτης ακολούθησε τη συμβουλή της φρόνιμης γυναίκας και την άλλη μέρα οι περαστικοί αναρωτιόντουσαν έκπληκτοι πώς έγινε το θαύμα και πήγε ο νεκρός να σταυρωθεί μοναχός του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: